Ενδομητρίωση είναι η κατάσταση κατά την οποία ενδομητρικός ιστός αναπτύσσεται εκτός της ενδομητρικής κοιλότητας.
Ο ακριβής αριθμός των γυναικών που αναπτύσσουν ενδομητρίωση δεν είναι γνωστός. Αυτό συμβαίνει γιατί πολλές γυναίκες με ενδομτρίωση δεν εμφανίζουν συμπτώματα και δε διαγιγνώσκονται. Ο έλεγχος για τη διαγνωση της ενδομητρίωσης αρχίζει μόνο εάν τα συμπτώματα είναι αρκετά ενοχλητικά και δεν υφίενται με την αρχική θεραπεία.
Τα συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται μεταξύ τα 25 και τα 40 έτη. Ενδομητρίωση μπορεί να αναπτύξει κάθε γυναίκα. Παρά ταύτα:
- Υπάρχει μια οικογενής προδιάθεση, με συνέπεια η ενδομητρίωση να εμανίζεται συχνότερα μεταξύ των άμεσων συγγενών των πασχόντων γυναικών.
- Πολύ σπάνια εμφανίζεται σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.
- Η χρήση του αντισυλληπτικού δισκίου μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης ενδομητρίωσης. Η προστατευτική αυτή δράση δατηρείται και για ένα ακόμη χρόνο μετά τη διακοπή του δισκίου.

Η ακριβής αιτιολογία δεν είναι γνωστή. Πιθανολογείται μια αντίθετη πορεία του ενδομητρικου ιστού, που φυσιολογικά αποπίπτει κατά τη διάρκεια της περιόδου της γυναίκας, διαμέσου των σαλπίγγων προς την κοιλιακή κοιλότητα, όπου εγκαθίσταται πάνω στην ωοθήκη, τις σάλπγγες, την ουροδόχο κύστη, το έντερο. Ο ιστός αυτός «απαντά» όπως και το φυσιολογικό ενδομήτριο στις ορμόνες της γυναίκας, με συνέπεια να αιμορραγεί και να αποπίπτει μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα κατά τη διάρκεια της περιόδου της γυναίκας. Η διαδικασια αυτή οδηγεί στο σχηατισμό συμφύσεων που ενώνουν και τελικά στραγγαλίζουν τα κοιλιακά.
Τα πιό κοινά συμπτώματα της ενδομητρίωσης είναι:
- Επώδυνες περίοδοι. Ο πόνος χαρακτηριστικά αρχίζει μερικά εικοσιτετράωρα προ της έναρξης της περιόδου και διαρκεί μέχρι το τέλος αυτής και εντοπίζεται στην κατώτερη κοιλιακή χώρα και την περιοχή της πυέλου.
- Επώδυνες σεξουαλικές επαφές. Ο πόνος εντοπίζεται στο βάθος κατά τη διείσδυση και μπορεί να διαρκέσει για αρκετή ώρα μετά.
- Διαταραχές περιόδου. Μπορεί να εμφανιστεί μεγάλη απώλεια αίματος κατά την περίοδο, απώλεια αίματος μεταξύ των περιόδων.
- Υπογονιμότητα. Παρατηρείται δυσκολία φυσιολογικής σύλληψης.
- Σπάνια συμπτώματα αποτελούν ο πόνος και η απώλεια αίματος κατά την ούρηση και την αφόδευση.
Σε μία γυναίκα με ισχυρή υποψία ενδομητρίωσης, λόγω των χαρακτηριστικών συμπτωμάτων, η γυναικολογική εξέταση και το γυναικολογικό υπερηχογράφημα θα αποκλείσουν άλλες παθολογικές καταστάσεις, ενώ η επιβεβαίωση της διάγνωσης θα τεθεί με τη λαπαροσκόπηση. Πρόκειται για μια μικρή επεμβατική μέθοδο κατά την οποία επιτυγχάνεται άμεση όραση του εσωτερικού της κοιλιακής κοιλότητας και λήψη βιοψιών από τις εδομητριωσικές εστίες για την ιστολογική επιβεβαίωση της νόσου.
Αν η ενδομητρίωση μείνει χωρίς θεραπεία μπορεί να χειροτερεύσει στο 40%, να παραμείνει σταθερή στο 30% και να βελτιωθεί στο υπόλοιπο 30% των περιπτώσεων.
Επιπλοκές μπορεί να παρουσιαστούν σε γυναίκες με σοβαρής μορφής.
Ο κύριος στόχος της θεραπείας είναι η υποχώρηση των συμπτωμάτων, όπως είναι ο πόνος και οι διαταραχές της περιόδου, και η επαναφορά της γονιμότητας αν αυτή έχει επηρεαστεί. Θα πρέπει να τονιστεί πως συχνά η βελτίωση των συμπτωμάτων έρχεται μετά από μακροχρόνια θεραπεία, και πως η διακοπή της θεραπείας συχνά συνοδεύεται από υποτροπή της νόσου.
- Παρακολούθηση. Γυναίκες με πολύ ήπια συμπτώματα και στις οποίες η γονιμότητα δεν αποτελεί πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστούν συντηρητικά με παρακολούθηση, καθώς στο 30% των περιπτώσεων παρατηρείται υποχώρηση των συμπτωμάτων χωρίς αγωγή.
- Παυσίπονα. Γυανίκες με ήπια συμπτώματα μπορεί να αντιμετωπιστούν με απλά αναλγητικά, όπως η παρακεταμόλη (Depon, Apotel), και με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, όπως το μεφαιναμικό οξύ (Ponstan), η ιβουπροφαίνη (Brufen, Nurofen), η δικλοφεάκη (Voltaren) κλπ.
- Ορμονική θεραπεία. Η ορμονική θεραπεία δρα μέσω μείωσης της παραγωγής των οιστρογόνων, τα οποία είναι απαραίτητα για την επιβίωση των ενδομητριωσικών εστιών. Τα αντισυλληπτικά δισκία, τα ανάλογα των γοναδοτροπινών, τα προγεσταγόνα, το ενδομητρικό σπείραμα λεβονοργεστρέλης, η νταναζόλη και η γκεστρινόνη αποτελούν θεραπευτικές επιλογές για τν αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης.
- Χειρουργική θεραπεία. Η εξαίρεση μιας ενδομητριωσικής κύστης της ωοθήκης, η λύση των συμφύσεων και ο καυτηριασμός των ενδομητριωσικών εστιών αποτελούν προσεγγίσεις που βελτιώνουν τα συμπτώματα και τις πιθανότητες επίτευξης κύησης στις περιπτώσεις υπογονιμότητας.
